πιθάρι — (αρχ. πίθος). Αγγείο μεγάλων διαστάσεων με χοντρά τοιχώματα, πλατύ και κοντό λαιμό και μικρές λαβές. Η βάση του, ανάλογα με το σκοπό που εξυπηρετούσε, ήταν άλλοτε πλατιά και άλλοτε στενή. Κατασκευαζόταν συνήθως από πηλό ή πέτρα, σπανιότερα δε από … Dictionary of Greek
Каппадокийский язык — Распространение греческого языка в поздневизантийский период XII XV веков. Золотым цветом изображено поздневизантийское койне будущая основа новогреческого языка, оранжевым … Википедия
Каппадокский язык — Каппадокийский язык Страны: Греция, изначально Каппадокия (центральная Турция) Общее число носителей: очень мало Статус: исчезающий Классификация Категория … Википедия
πιθάκνη — και αττ. τ. φιδάκνη και λακων. τ. πισάκνα, ή, Α 1. πιθάρι που χρησιμοποιούσαν συνήθως για εναπόθεση κρασιού, κρασοπίθαρο («οἰκοῡντ ἐν ταῑς πιθάκνεσσι», Ιπποκρ.) 2. πιθάρι για εναπόθεση καρπών 3. φρ. «πιθάκνη ἰατρική» δοχείο φαρμάκων, φαρμακευτικό … Dictionary of Greek
πανδώρα — I Δίτομο μουσικό βιβλίο, που περιέχει τραγούδια τονισμένα με βυζαντινή παρασημαντική. Στον πρώτο τόμο περιέχονται βυζαντινά δημοτικά τραγούδια και στον δεύτερο αραβοπερσικά. Τα τραγούδια αυτά μεταφέρθηκαν από την αρχαία παρασημαντική στη νεότερη… … Dictionary of Greek
πιθαριάζω — Ν [πιθάρι] βάζω κάτι μέσα σε πιθάρι, εναποθηκεύω σε πιθάρι … Dictionary of Greek
κοντοπίθαρος — η, ο (σκωπτ.) κοντός και παχύς σαν πιθάρι, κοντόχοντρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + πιθάρι] … Dictionary of Greek
λεπτίον — λεπτίον, τὸ (Α) πιθάρι, δοχείο, σταμνί. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού λεπτόν* «πιθάρι, στάμνα»] … Dictionary of Greek
πιθόγαστρος — ον, Α αυτός που έχει κοιλιά σαν πιθάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίθος «πιθάρι» + γαστρος (< γαστήρ, γαστρός «κοιλιά»), πρβλ. λεπτό γαστρος] … Dictionary of Greek
πιθόμορφος — η, ο, Ν αυτός που έχει μορφή πίθου, που μοιάζει με πιθάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίθος «πιθάρι» + μορφος (< μορφή)] … Dictionary of Greek