πιθάρι

πιθάρι
το
πήλινο αγγείο με πλατύ στόμιο για την αποθήκευση λαδιού, κρασιού κτλ., κιούπι: Κούφιο μέσα στο φως, σαν το στεγνό πιθάρι στο σκαμμένο χώμα (Γ. Σεφέρης).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πιθάρι — (αρχ. πίθος). Αγγείο μεγάλων διαστάσεων με χοντρά τοιχώματα, πλατύ και κοντό λαιμό και μικρές λαβές. Η βάση του, ανάλογα με το σκοπό που εξυπηρετούσε, ήταν άλλοτε πλατιά και άλλοτε στενή. Κατασκευαζόταν συνήθως από πηλό ή πέτρα, σπανιότερα δε από …   Dictionary of Greek

  • Каппадокийский язык — Распространение греческого языка в поздневизантийский период XII XV веков. Золотым цветом изображено поздневизантийское койне будущая основа новогреческого языка, оранжевым …   Википедия

  • Каппадокский язык — Каппадокийский язык Страны: Греция, изначально Каппадокия (центральная Турция) Общее число носителей: очень мало Статус: исчезающий Классификация Категория …   Википедия

  • πιθάκνη — και αττ. τ. φιδάκνη και λακων. τ. πισάκνα, ή, Α 1. πιθάρι που χρησιμοποιούσαν συνήθως για εναπόθεση κρασιού, κρασοπίθαρο («οἰκοῡντ ἐν ταῑς πιθάκνεσσι», Ιπποκρ.) 2. πιθάρι για εναπόθεση καρπών 3. φρ. «πιθάκνη ἰατρική» δοχείο φαρμάκων, φαρμακευτικό …   Dictionary of Greek

  • πανδώρα — I Δίτομο μουσικό βιβλίο, που περιέχει τραγούδια τονισμένα με βυζαντινή παρασημαντική. Στον πρώτο τόμο περιέχονται βυζαντινά δημοτικά τραγούδια και στον δεύτερο αραβοπερσικά. Τα τραγούδια αυτά μεταφέρθηκαν από την αρχαία παρασημαντική στη νεότερη… …   Dictionary of Greek

  • πιθαριάζω — Ν [πιθάρι] βάζω κάτι μέσα σε πιθάρι, εναποθηκεύω σε πιθάρι …   Dictionary of Greek

  • κοντοπίθαρος — η, ο (σκωπτ.) κοντός και παχύς σαν πιθάρι, κοντόχοντρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + πιθάρι] …   Dictionary of Greek

  • λεπτίον — λεπτίον, τὸ (Α) πιθάρι, δοχείο, σταμνί. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού λεπτόν* «πιθάρι, στάμνα»] …   Dictionary of Greek

  • πιθόγαστρος — ον, Α αυτός που έχει κοιλιά σαν πιθάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίθος «πιθάρι» + γαστρος (< γαστήρ, γαστρός «κοιλιά»), πρβλ. λεπτό γαστρος] …   Dictionary of Greek

  • πιθόμορφος — η, ο, Ν αυτός που έχει μορφή πίθου, που μοιάζει με πιθάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίθος «πιθάρι» + μορφος (< μορφή)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”